σκιόφοβος

σκιόφοβος
ος, ο[ν] боящийся собственной тени

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκιόφοβος" в других словарях:

  • σκιόφοβος — η, ο, Ν αυτός που φοβάται, που αποστρέφεται τη σκιά, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φόβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • σκιοφοβία — η, Ν το να φοβάται κανείς τη σκιά, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιόφοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»